συγκαλεῖ

συγκαλεῖ
συγκαλέω
call to council
pres ind mp 2nd sg (attic epic doric ionic)
συγκαλέω
call to council
pres ind act 3rd sg (attic epic doric ionic)
συγκαλέω
call to council
fut ind mid 2nd sg (attic epic doric ionic)
συγκαλέω
call to council
fut ind act 3rd sg (attic epic doric ionic)
συγκαλέω
call to council
pres ind mp 2nd sg (attic epic doric ionic)
συγκαλέω
call to council
pres ind act 3rd sg (attic epic doric ionic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • συγκάλει — συγκαλέω call to council pres imperat act 2nd sg (attic epic) συγκαλέω call to council pres imperat act 2nd sg (attic epic) συγκαλέω call to council imperf ind act 3rd sg (attic epic) συγκαλέω call to council imperf ind act 3rd sg (attic epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ελλάδα - Θρησκεία — ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΘΡΗΣΚΕΙΑ Το περιεχόμενο της θρησκείας που επικράτησε στον ελλαδικό χώρο κατά την Παλαιολιθική εποχή δεν είναι δυνατόν να προσδιοριστεί επακριβώς. Τα λιγοστά και δυσεξιχνίαστης σημασίας ευρήματα δεν βοηθούν προς την κατεύθυνση αυτή …   Dictionary of Greek

  • καλήτωρ — καλήτωρ, ὁ (Α) (επικ. τ.) 1. αυτός που καλεί, που συγκαλεί, κήρυκας, διαλαλητής («κήρυκα καλήτορα», Ομ. Ιλ.) 2. κύριο όνομα (στον Όμ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. καλη (τού καλῶ), το οποίο αποτελεί προϊόν συμφυρμού τών μορφών καλέ και κλη (βλ. καλώ) +… …   Dictionary of Greek

  • κοσμήτορας — και κοσμήτωρ, ο (ΑM κοσμήτωρ) αυτός στον οποίο έχει ανατεθεί η φροντίδα για την τάξη ή τη διακόσμηση νεοελλ. καθηγητής ανώτατης σχολής, στον οποίο ανατίθεται, με εκλογή, για ορισμένη θητεία να συγκαλεί τη σχολή σε συνεδρίες ως πρόεδρος, να… …   Dictionary of Greek

  • ομηγύριος — ὁμηγύριος, αττ. τ. και δωρ. τ. ὁμαγύριος, ὁ (Α) [ομήγυρις] 1. αυτός που συγκεντρώνει, που συγκαλεί 2. χαρμόσυνος, χαρούμενος, εύθυμος 3. προσωνυμία τού Διός στην Αχαΐα και ειδικότερα στο Αίγιο ως προστάτη τών ομηγύρεων …   Dictionary of Greek

  • πραίτωρ — Όνομα που στην κλασική ρωμαϊκή εποχή δήλωνε τον άρχοντα στον οποίο είχε ανατεθεί η διεύθυνση της Δικαιοσύνης. Στην περίοδο της Δημοκρατίας οι π., πάντοτε δύο, ήταν η ανώτατη κρατική αρχή με στρατιωτικές και δικαστικές εξουσίες. Αργότερα, το 367 π …   Dictionary of Greek

  • συγκαλώ — συγκαλῶ, έω, ΝΜΑ [καλῶ] καλώ πολλά άτομα συγχρόνως σε ορισμένο χώρο για σύσκεψη και λήψη αποφάσεων (α. «ο πρόεδρος συγκαλεί τα μέλη τού συμβουλίου σε έκτακτη συνεδρίαση» β. «ὁ Κῡρος συνεκάλεσε Περσέων τοὺς πρώτους», Ηρόδ.) αρχ. 1. προσκαλώ… …   Dictionary of Greek

  • συναγωγεύς — έως, ὁ, ΜΑ 1. αυτός που συνάγει, που συγκεντρώνει 2. συνωμότης αρχ. 1. αυτός που συγκαλεί συνέδριο 2. αυτός που συνδέει, που ενώνει («ἔστι δὴ οῡν εἰς τόσον ὁ ἔρως ἔμφυτος ἀλλήλων τοῑς ἀνθρώποις καὶ τῆς ἀρχαίας φύσεως συναγωγεύς», Πλάτ.) 3. αυτός… …   Dictionary of Greek

  • συναγωγός — όν, Α [συνάγω] 1. αυτός που συνάγει, που συλλέγει, που συναθροίζει («ἡ συναγωγὸς [μέλιτος] μέλισσα», Φίλ.) 2. αυτός που συνδέει, που ενώνει («λόγος φιλίας συναγωγός», Δίων Χρυσ.) 3. αυτός που ζει μαζί με κάποιον 4. το αρσ. ως ουσ. ὁ συναγωγός… …   Dictionary of Greek

  • Βισκαΐα — (Vizcaya). Επαρχία (2.217 τ. χλμ., 1.132.616 κάτ. το 2001) της Ισπανίας, στο γεωγραφικό διαμέρισμα της Χώρας των Βάσκων (μία από τις τρεις επαρχίες των Βάσκων), στον Βισκαϊκό κόλπο. Πρωτεύουσα είναι η πόλη Μπιλμπάο (354.271 κάτ.), που αποτελεί… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”